Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τῆς διαμέτρου

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… …   Dictionary of Greek

  • δράκος της Αυστραλίας — Γένος σαύρας της Αυστραλίας, του είδους chlamydosaurus kingi, της οικογένειας των αγαμιδών, της υπόταξης των σαυρομόρφων, της τάξης των λεπιδωτών ερπετών. Είναι ζώο με μέτριο μέγεθος (μήκος έως 90 εκ.), που τρέφεται κυρίως με έντομα, αβγά πουλιών …   Dictionary of Greek

  • ηλιόμετρο — Αστρονομικό όργανο. Χρησιμοποιείται για τη μέτρηση μικρών γωνιών στην ουράνια σφαίρα. Την ιδέα της κατασκευής του η. διατύπωσε για πρώτη φορά το 1675 ο Δανός αστρονόμος Ο. Ράιμερ, αλλά ο τελικός σχεδιασμός του έγινε από τον Άγγλο οπτικό Τζ.… …   Dictionary of Greek

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

  • έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… …   Dictionary of Greek

  • αρίσταρχος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τραγικός ποιητής από την Τεγέα (τέλη 6ου – τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ήταν σύγχρονος αλλά μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Ευριπίδη. Κατά τη Σούδα πήρε μέρος σε δραματικούς αγώνες για πρώτη φορά το 454 π.Χ., έγραψε 70… …   Dictionary of Greek

  • δοκιμασίες — Συστηματικές μέθοδοι ελέγχου, με τις οποίες εξετάζονται οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των υλικών που προορίζονται για κατασκευές ή η απόδοση και η καταλληλότητα μηχανών, τμημάτων τους, εγκαταστάσεων κλπ. (στην τελευταία περίπτωση αποκαλούνται… …   Dictionary of Greek

  • ημιδιάμετρος — (Αστρον.). Η γωνία υπό την oποία φαίνεται η μισή διάμετρος ενός ουράνιου σώματος. Η η. εξαρτάται από την απόσταση και είναι μέγιστη για τους ανώτερους πλανήτες κατά την αντίθεση και για τους κατώτερους πλανήτες κατά την κατωτέρα σύνοδο. Η η.… …   Dictionary of Greek

  • έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»